διαθετικός

διαθετικός
διαθετ-ικός, ή, όν,
A affecting,

πάθος δ. ψυχῆς Anon.Lond.2.14

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαθετικός — ή, ό (Α διαθετικός, ή, όν) 1. ο κατάλληλος ή αρμόδιος να κανονίζει ή να διευθετεί κάτι 2. γραμμ. «διαθετικά ρήματα» ρήματα που εκφράζουν διάθεση* ή κάποια κατάσταση αρχ. αυτός που επιδρά σε άλλον ή τόν επηρεάζει …   Dictionary of Greek

  • διαθετικόν — διαθετικός affecting masc acc sg διαθετικός affecting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθετικάς — διαθετικά̱ς , διαθετικός affecting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”